- ἐγκάρσιος
- ἐγκάρσιοςathwartmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκάρσιος — α, ο (AM ἐγκάρσιος, α, ον Α και ἐγκάρσιος, ον) πλάγιος, λοξός νεοελλ. αυτός που κόβει σε μήκος ή πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επικάρσιος] … Dictionary of Greek
εγκάρσιος — α, ο επίρρ. α 1. που σχηματίζει με κάτι άλλο ορθή γωνία: Εγκάρσιο δοκάρι. 2. που κόβει ένα σώμα κάθετα προς τον άξονα του μήκους του: Εγκάρσια τομή δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαρσίων — ἐγκάρσιος athwart fem gen pl ἐγκάρσιος athwart masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίως — ἐγκάρσιος athwart adverbial ἐγκάρσιος athwart masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρσιον — ἐγκάρσιος athwart masc acc sg ἐγκάρσιος athwart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίαις — ἐγκάρσιος athwart fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίοις — ἐγκάρσιος athwart masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίου — ἐγκάρσιος athwart masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίους — ἐγκάρσιος athwart masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίῳ — ἐγκάρσιος athwart masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)